Τα κλειδιά
Ώρα μεσημεριού
Καύσωνας
Ψυχή δε φαινόταν στη γειτονιά
Βρήκες ευκαιρία
Ήρθες
Κρατώντας όλες τις επιφυλάξεις
Βοηθούσαν και τα τζιτζίκια
Στη διαπασών
Έβαλες μπρος το αυτοκίνητο
-είχες κρατήσει τα κλειδιά
το 'ξερα-
Περνώντας τον αυλόγυρο, με είδες
Επέστρεφα απο το ποτάμι
Κατέβηκες, δίχως να σβήσεις τη μηχανή
Και
Με μια κίνηση ταχυδακτυλουργική
Έβαλες στο αριστερό μου τσεπάκι
Στο πουκάμισο
Ένα μασουράκι χαρτονομίσματα
Κλείνοντάς μου με νόημα
Το ένα, μονάκριβό σου μάτι
Πρόλαβα να σηκώσω και να σου προτείνω
Τα δερμάτινά σου πέδιλα
Να τα πάρεις μαζί
Χαμογέλασες
Και
Τότε μόνο πρόσεξα
Δεν πατούσες στη γη
Δεν τα χρειαζόσουν